- νήτεα
- νήτεα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀνήνυτα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινητέα — κῑνητέα , κινητέος to be moved neut nom/voc/acc pl κῑνητέᾱ , κινητέος to be moved fem nom/voc/acc dual κῑνητέᾱ , κινητέος to be moved fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κῑνητέα , κινητής one that sets going masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινητέα — μετακῑνητέα , μετακινητέος to be removed neut nom/voc/acc pl μετακῑνητέᾱ , μετακινητέος to be removed fem nom/voc/acc dual μετακῑνητέᾱ , μετακινητέος to be removed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)